αυτοδημιούργητος

αυτοδημιούργητος
-η, -ο (Μ αὐτοδημιούργητος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσωπα) αυτός που αναδείχθηκε με τις δικές του δυνάμεις και όχι με την υποστήριξη των άλλων
μσν.
αυτός που δημιουργήθηκε από μόνος του, που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυτοδημιούργητος — η, ο αυτός που αναδείχτηκε, που πρόκοψε χωρίς την υποστήριξη άλλων: Ο σπουδαίος αυτός επιστήμονας ήταν αυτοδημιούργητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοδημιούργητον — αὐτοδημιούργητος self made masc/fem acc sg αὐτοδημιούργητος self made neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μακρής, Παυσανίας — (Ζάκυνθος 1874 – Αθήνα 1943). Επιχειρηματίας και εκδότης. Αυτοδημιούργητος, άρχισε να εργάζεται αμέσως μόλις τελείωσε το γυμνάσιο, ως υπάλληλος ξυλουργικού εργοστασίου στην Πάτρα. Ασχολήθηκε αργότερα με το εμπόριο της σταφίδας. Το 1914… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”